- μεγίστᾳ
- μεγίστᾱͅ , μέγαςbigfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγίστα — μεγίστᾱ , μέγας big fem nom/voc/acc dual μεγίστᾱ , μέγας big fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγιστα — μέγας big neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγιστα και ελάχιστα — Έστω μια πραγματική συνάρτηση f, ορισμένη σε ένα υποσύνολο I του συνόλου των πραγματικών αριθμών. Ένας πραγματικός αριθμός m θα λέμε ότι είναι το ολικό μέγιστο ή αντίστοιχα το ολικό ελάχιστο της f, αν και μόνον αν για κάθε x∈Ι ισχυει: f(x) ≤ m,… … Dictionary of Greek
μεγίστας — μεγίστᾱς , μέγας big fem acc pl μεγίστᾱς , μέγας big fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγιστάνων — μεγιστά̱νων , μεγιστᾶνες masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγίσται — μεγίστᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγισθ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγιστ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ … Dictionary of Greek